ALOE — nomen duabus diversissimi generis plantis commune; alteri arbori aromaticae, ad thymiamata vulgo usurpatae: alteri, herbae, ex qua suceus catharticus amarissimus cliciebatur, qui etiam ἀλόης nomine censebatur. Isidor. c. de Arboribus arom. Aloa… … Hofmann J. Lexicon universale
αλόχη — η δηλητήριο, φαρμάκι (σε κατάρες) «αλόχη να τού γένει» ή «κακή αλόχη» (για λαίμαργο άνθρωπο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλόη (από την πικρή γεύση τού χυμού τής αλόης) ΠΑΡ. νεοελλ. αλοχεύω] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
φιοραβάντι — το, Ν άκλ. (κυρίως σε φρ.) «οινοπνευματώδες παρασκεύασμα φιοραβάντι» (παλαιότερα) οινοπνευματώδες παρασκεύασμα από μίγμα ρητίνης, δαφνοκερασιού, στύρακος και αλόης, που χρησιμοποιήθηκε για εντριβές στην αγωγή τών ρευματισμών και τών νεφρικών… … Dictionary of Greek
Σοκότρα — Νησί της Αραβικής θάλασσας, σε απόσταση 300 περίπου χλμ. προς Α του ακρωτήριου Γκουαρνταφού της Σομαλίας. Ανήκει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης και έχει έκταση 3.626 τ. χλμ. μαζί με τα γειτονικά του νησιά. Είναι κυρίως ορεινό, με ψηλότερο βουνό … Dictionary of Greek
Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… … Dictionary of Greek